- καταλουστικοί
- καταλουστικοί, οἱ (Α)μέλη θρησκευτικού συλλόγου που εκτελούσαν λούσεις καθιερωμένες από την αίρεσή τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατα-λούομαι πιθ. μέσω ενός αμάρτ. ρηματ. επιθ. *κατά-λουστος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.